- ἐφέβδομος
- ἐφέβδομοςcontainingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εφέβδομος — ἐφέβδομος, ον (Α) αυτός που περιλαμβάνει το όλον και ένα έβδομο τού όλου (1+1/7). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἕβδομος] … Dictionary of Greek
ἐφέβδομοι — ἐφέβδομος containing masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρακισεφέβδομος — ὁ, Α (ενν. λόγος) ο λόγος 11:7. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετράκις + ἐφέβδομος] … Dictionary of Greek
τριπλασιεφέβδομος — ον, Μ (για αριθμό) τρεις φορές και ένα έβδομο μεγαλύτερος από άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριπλάσιος + ἐφέβδομος] … Dictionary of Greek